Ο Κλέαθθος το παλληκάρι ήταν ο Τουρκόπουλος της Χλώρακας από το 1948 έως το 1968. Ήταν λιγομίλητος, αλλά όταν ξεκινούσε απαγγελίες δικών του τσιαττιστών, η γλώσσα του πήγαινε ροδάνι καθώς καλός σ’ αυτή την τέχνη, οι άνθρωποι έστεκαν γύρω του και τον άκουγαν μετά προσοχής.
Για κάθε περίσταση και γεγονός, ταίριαζε το ανάλογο τσιαττιστό και με καμάρι το απάγγελλε. Περιώνυμο γεγονός έμεινε, όταν την ώρα που ψυχορραγούσε, ένας χωριανός που τον επισκέφτηκε, αστειευόμενος του έριξε το γάντι για τα τσιαττιστά του, οπότε ο Κλέαθθος του απάντησε,
-Φίλε μου, μέν προσπαθείς να με ειρωνευτείς,
γιατί έχω τον νουν του Σολομών, και του Δαυίδ τη γνώση,
θα σου λαλώ τσιατίσματα, ώσπου να φκει η ψυσιή μου».
Το 1950, ήταν μια πτωχή κοπέλα που ζούσε με την μεγαλύτερη της αδελφή, ορφανές από μάνα και πατέρα. Η μικρή αδερφή ήταν λίγο αγαθή, γι αυτό η μεγαλύτερη συνήθως της ανάθετε εύκολες εργασίες.
Μια μέρα την έστειλε να σιηνιάσει το γαϊδούρι, αλλά αυτή αντί να το παλουκώσει σε τόπο με βοσκή, το άφησε ελεύθερο να γυρνά ελεύθερα και να βόσκει. Και καθώς ξαπλωμένη στον ίσκιο μιας τρεμιθιάς δεν είχε έγνοια, αποκοιμήθηκε και το γαϊδούρι μπήκε σε ξένο χωράφι με ρέντες.
Ο Τουρκόπουλος το παλληκάρι ο Κλέαθθος που είχε δουλειά του να προσέχει τις περιουσίες των συγχωριανών του, άμπλεψε από μακριά το γαϊδούρι μέσα στο ξένο χωράφι, και κάνοντας το καθήκον του, το περιμάζεψε να το πάρει στη μάντρα όπου εκεί ο ιδιοκτήτης θα ερχόταν να ο παραλάβει πληρώνοντας τις τυχών ζημιές, καθώς και ένα σελίνι πρόστιμο όπως όριζε ο νόμος.
Μάζεψε το κτηνό, και βλέποντας την αγαθή γυναίκα ξαπλωμένη να κοιτάζει τα κλαριά της τρεμιθιάς, πήγε κοντά της και της είπε στα τσιαττιστά,
-Που κόρη θωρείς ακίνητη,
που τρέσιει ο λοϊσμός σου,
τσιαί έν είες τον γάρον σου
που βόσιει στο χωράφι;
Επειδή έμεινε ευχαριστημένος που ταίριαξαν καλά οι στίχοι, αποφάσισε να συμπονέσει την αγαθή κοπέλα. Αλλά μη θέλωντας να της δείξει χατήρι, και κάνοντας τον σκληρό τάχαμου, χωρίς να την λυπηθεί που άρχισε να κλαίει, της έβαλε τις φωνές, και με αυστηρές παραινέσεις αντί να της κάνει καταγγελία, της έκανε μόνο αυστηρή παρατήρηση.
Και ευχαριστημένος για το ταίριασμα των στίχων συνέχισε το δρόμο του, ενώ η φτωχή κοπέλλα έμεινε ευχαριστημένη με την καλωσύνη του, και σταμάτησε να κλαίει, αποφασισμένη όμως να μην ξανακάνει το ίδιο λάθος