Ένας νέος αναρωτιόταν γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι καλοί και κάποιοι κακοί. Τους έβλεπε γύρω του να συμπεριφέρονται άλλοι με καλοσύνη και άλλοι με αδιαφορία ή και κακία χωρίς κανένα φαινομενικό λόγο. Σκεφτόταν μήπως ήταν στη φύση τους, ή εκ κληρονομίας.
Ρωτούσε τους πάντες μα κανενός η απάντηση, δεν ήταν ικανοποιητική.
Άλλοι του έλεγαν πως είναι θέμα διαπαιδαγώγησης, άλλοι θέμα συνθηκών διαβίωσης, και άλλοι θέμα περιβάλλοντος χώρου. Καταλάβαινε πως όσα του έλεγαν είχαν μια βάση, αλλά δεν έμενε απόλυτα ικανοποιημένος. Εκ της φύσεως του ήταν φιλομαθής και αναζητούσε τις ολοκληρωμένες αλήθειες, γι’ αυτό θέλοντας να βρει τη σωστή απάντηση, συνέχιζε να ψάχνει.
Μέχρι όπου κάποια μέρα τυχαία συνάντησε έναν ηλικιωμένο σοφό και τον ρώτησε, και εκείνος του είπε μια ιστορία.
Ήταν ένα μικρό αμπελοχώρι πάνω στα βουνά όπου οι κάτοικοι μεταξύ τους είχαν αγάπη και αλληλοβοήθεια. Με τη σειρά όλοι βοηθούσαν στη συγκομιδή των σταφυλιών, και όταν ο τρύγος τέλειωνε έστρωναν τρικούβερτο γλέντι και όλοι μαζί διασκέδαζαν και χαίρονταν. Δεν ήθελαν τίποτα να χωρίσουν, δεν αποσκοπούσε κανένας στα αγαθά του άλλου, παρά ο ένας έδινε στον άλλο. Έτσι βρήκαν τα πράγματα από τους προγόνους τους και έτσι τα εσυνέχιζαν.
Μια φορά όμως, πλιατσικάδες ληστές πέρασαν από τα μέρη τους. Άρπαξαν τα αγαθά τους, βίασαν μάνες και κόρες, κατάσφαξαν τους πάντες και αφάνισαν το χωριό.
Ένα μικρόν παιδί γλύτωσε, καθώς η μεγαλύτερη του αδερφή το έκρυψε σε ένα σωρό θάμνους, όπου από την κρυψώνα του παρακολούθησε τη σφαγή και τη λεηλασία. Είδε την κακία των ανθρώπων και έφριξε, και φοβήθηκε, και δεν έβγαλε μιλιά, και λούφαξε, μια και δυο και τρεις μέρες, ώσπου το βρήκε ένας διαβάτης και το συμπόνεσε. Το πήρε μαζί του στο σπίτι του και το ανάγιωσε με αγάπη και καλοσύνη, το έκανε δικό του παιδί. Του δίδαξε τα χρηστά ήθη και τις διδασκαλίες του Χριστού, του έμαθε τι πάει να πει αγάπη, πώς να αγαπά, πώς να αγαπιέται.
Το παιδί μεγαλώνοντας και λαμβάνοντας απεριόριστη αγάπη, εντούτοις δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνο το κακό. Μέσα του πάλευαν αντίθετα αισθήματα. Μεγάλο μίσος για εκείνους, και απέραντη αγάπη για ετούτους. Επιθυμούσε να εκδικηθεί εκείνους, επιθυμούσε επίσης όση αγάπη έλαβε να ανταποδώσει.
Με αυτό τον τρόπο λοιπόν μεγάλωνε, έχοντας μέσα στη ψυχή του δύο άκρως αντίθετα αισθήματα, δύο τάσεις, δύο βασικά ένστικτα να αντιπαλεύουν.
Το κακό και ότι συμβολίζει δηλαδή μίσος, θυμό, εκδίκηση, καταστροφή.
Και το καλό με ότι συμβολίζει επίσης, δηλαδή αγάπη, καλοσύνη, ευγένεια, ευσπλαχνία.
Ο γέρο σοφός σταμάτησε τη διήγηση και έμεινε σιωπηλός αφήνοντας τον νεαρό να αναρωτηθεί. Έμεινε και το μικρόν παιδί σκεφτικό για ένα λεπτό και μετά ρώτησε τον γέρο,
-Και ποιο ένστικτο κέρδισε;
- Αυτό που τάισε περισσότερο,
του απάντησε ο γέρο σοφός.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ