Στη Χλώρακα παλιά είχαμε ένα χωριανό βοσκό το Γιώρκο τον όψιμο, που αν και αγράμματος ήξερε Όκτώηχον καί Άπόστολον, και έλεγε σοφές κουβέντες. Την παρακάτω ιστορία την εμπνεύστηκα και την έγραψα από μια κουβέντα του, πώς οι άνθρωποι συνήθως όταν βλέπουν τον γείτονα τους να μην έχει για φαί πέραν από ελιές και ψωμί τον συμπονούν και τον βοηθούν, αλλά όταν τον βλέπουν να έχει κάτι περισσότερο, τον ζηλοφθονούν και τον μισούν.
Ήταν ένας αγαθός χωρικός που δούλευε στα χωράφια πολλά χρόνια. Όμως ήταν φτανοχώραφα και δεν απέδιδαν πολλούς καρπούς, έτσι διαβιούσε πολύ πτωχικά. Δεν μπορούσε να προσφέρει πολλά στην οικογένεια του, και γι’ αυτό ήταν πολύ λυπημένος. Αλλά ώρες ώρες, ένιωθε μια ανακούφιση όταν μαζί του είχαν λύπη και οι συγχωριανοί του που τον συμπονούσαν και του συμπαραστέκονταν βοηθώντας τον κατά το δυνατόν, ώστε τα μικρά παιδιά του να μην στερούνται του αγαθού της τροφής. Του έδιναν λίγο φαγητό, και κάποια παλιά ρούχα για να ζεσταίνονται τους κρύους χειμώνες.
Και οι χωριανοί καθώς τον βοηθούσαν σαν καλοί Χριστιανοί που ήσαν, ένιωθαν περήφανοι γιατί ήσαν ελεήμονες, και ευσπλαχνικοί.
Ολημερίς και από το χάραμα του φου λοιπόν, ο πτωχός άνθρωπος πάσκιζε και δούλευε σκληρά. Η ζωή ήταν δύσκολή και οι έγνοιες τον στεναχωρούσαν και του κατέτρωγαν την ψυχή.
Είχε και μια φοράδα βοηθό που την έζεγνε και όργωνε, την φόρτωνε ξύλα από το δάσος, με λίγα λόγια την είχε για όλες τις σκληρές δουλειές. Και αυτή η καημένη άντεχε και δεν βαρυγκωμούσε, σήκωνε τα βαριά φορτία στην πλάτη της, και αποτελούσε ένα μεγάλο στήριγμα στο αφεντικό της.
Μια μέρα όμως, η φοράδα το έσκασε.
-Δεν άντεξε τις βαριές εργασίες,
σκέφτηκε ο φτωχός άνθρωπος, και κάκισε τον εαυτό του και έριξε το φταίξιμο πάνω του.
Όταν το έμαθαν οι γείτονες, πήγαν να τον επισκεφτούν.
-Τι ατυχία, τι κρίμα,
-του είπαν συμπάσχοντας μαζί του.
Και με πολλή προθυμία τον κάλεσαν να μην στεναχωριέται, γιατί αυτοί θα του συμπαραστέκονταν. Και ένιωθαν υπερήφανοι γιατί βοηθούσαν έναν πτωχό άνθρωπο.
Την επόμενη μέρα η φοράδα επέστρεψε και ο χωρικός χάρηκε,
-Τι καλή τύχη,
Του είπαν οι χωριανοί, και μαζί του χάρηκαν και αυτοί διότι και πάλιν ο πτωχός γείτονας τους θα έμπαινε στη ρουτίνα της πρότερης βιοπάλης.
Ο καιρός ενώ περνούσε, η φοράδα φάνηκε να εγκυμονεί. Όλοι κατάλαβαν πως δεν το είχε σκάσει γιατί δεν άντεξε τη σκληρή δουλειά, αλλά για να ζευγαρώσει όπως είναι το βιολογικό κάθε ζωντανού.
-Τι καλή τύχη,
-Τι καλή τύχη,
θαύμασαν οι γείτονες, και για άλλη μια φορά χάρηκαν μαζί του.
Πέρασε ο καιρός, και η φοράδα γέννησε ένα πανέμορφο αλογάκι.
-Τι καλή τύχη,
είπαν πάλι με συμπάθεια.
Ενώ το μικρό άλογο μεγάλωνε, έδειχνε να είναι από σπουδαία ράτσα, και ως επιβήτορας η φήμη του έφτασε στα μακρινά ξένα, και πολλοί έφερναν τις φοράδες τους να τις ζευγαρώσουν πληρώνοντας ακριβό αντίτιμο.
Έτσι με τον καιρό, ο πτωχός χωρικός, τοιουτοτρόπως έγινε ευκατάστατος, και κατάφερε να έχει τα προς το ζειν χωρίς να χρειάζεται βοήθεια πλέον από τους καλούς συγχωριανούς του.
Και η χαρά του ήταν μεγάλη και δόξαζε το Θεό, και σκέφτηκε πως μαζί του χάρηκαν και οι συγχωριανοί του…
Όμως τι δυστυχία όταν κατάλαβε πως δεν χάρηκαν μαζί του, αλλά τον φθόνησαν για την καλή του τύχη, και ότι η συμπάθεια που είχαν πριν γι’ αυτόν ήταν οίκτος και όχι αγάπη.
Κατάλαβε ότι τον βοηθούσαν για το θεαθήναι και για να ικανοποιήσουν τον εγωισμό τους.
Κατάλαβε πως είχαν ζήλια και φθόνο για ότι θετικό του έλαχε, σε αντίθεση με αυτούς που τίποτα αξιόλογο δεν τους έτυχε.
Κατάλαβε πως οι άνθρωποι συνήθως έχουν ελεήμονα αισθήματα για όσους είναι σε ανέχεια, και ζηλοφθονία για όσους έχουν μια καλύτερη μοίρα από αυτούς.