Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ

Ήταν άνθρωπος με πολυμελή οικογένεια που ανάγιωσε τα παιδιά του με σκληρή εργασία καθώς έζησε σε πέτρινες και φτωχές εποχές. Έσπερνε και καλλιεργούσε τα χωράφια του αυτός μόνος του με παρέα και βοηθό την γυναίκα του. Ζούσαν αγαπημένοι, και ανάγιωσαν και σπούδασαν με τη βοήθεια του θεού όλα τα παιδιά τους, και ήταν ευχαριστημένοι. Δούλευαν ολημερίς από ενωρίς έως βραδύς, και ήταν χαρούμενοι γιατί τους άρεσε αυτός ο τρόπος ζωής.
Ένιωθε ευτυχής, καθώς πίστευε ότι είχε όλα όσα έπρεπε να έχει. Ολιγαρκής δεν αποζητούσε εκτός από τα απαραίτητα. Δεν ήθελε περισσότερα, ένιωθε πλήρης και ευλογημένος από το Θεό.
Ήταν φιλόξενος και είχε το τραπέζι του πάντα στρωμένο για όλους. Πολλές φορές με φίλους ή γειτονους διασκέδασαν, και πολλές φορές έδωσε από τα περισσεύματα του σε φτωχούς και ανήμπορους.
Αγαπούσε όλο τον κόσμο, το ίδιο πίστευε πως τον αγαπούσαν, καθώς αυτό έβλεπε στις συμπεριφορές απέναντι του.
Ο καιρός πέρασε, μοίρασε την περιουσία του στα παιδιά του τα οποία έφυγαν εδώ και εκεί σε διάφορους τόπους, και έμεινε αυτός και η καλή του σύζυγος μονάχοι. Σε μεγάλη ηλικία πλέον μη μπορώντας να εργαστούν όπως πρώτα, κάθε πρωί έζεγναν το γαϊδουράκι τους και ροβολούσαν σε ένα χωραφάκι που κράτησαν για τον εαυτό τους απλά για να περνούν την ώρα τους.
Μια κακιά μέρα όμως η γυναίκα του πέθανε και το μαράζι τον κυρίευσε. Την αγαπούσε πολύ, ήταν μόνο ότι είχε, γι’ αυτό ο πόνος του ήταν πολύ μεγάλος. Στενοχωρημένος μέσα σε ένα άδειο σπίτι χωρίς πλέον συντροφιά, βίωνε μια απέραντη μοναξιά. Τα παιδιά του και οι συγγενείς του τον παρηγορούσαν και του εξηγούσαν ότι με τον καιρό θα συνηθίσει και θα το ξεπεράσει.
Πέρασε ο καιρός και συνήθισε τον πόνο, αλλά η μοναξιά του ήταν αφόρητη, δεν μπορούσε να την αντέξει. Μόνος και έρημος χωρίς καμιά συντροφιά αφού τα παιδιά του και τα εγγόνια του ζούσαν μακριά, βίωνε την απόλυτη μοναχικότητα, , σε μια απέραντη μοναχικότητα που του τριβέλιζε και του μάγκωνε το νου. Αυτός που έζησε μια ολόκληρη ζωή έχοντας κάθε λεπτό δίπλα του τη συντροφιά της, αυτός που αμέτρητα χρόνια δουλεύοντας από πρωί έως βραδύς είχε μια πλήρη απασχόληση, τώρα έμεινε μόνος και δεν είχε να κάνει κάτι, και οι σκέψεις του κόλλησαν στο παρελθόν και ένιωθε μόνος, απόλυτα μόνος μέσα σε μια απεριόριστη μοναξιά που του δημιουργούσε άγχος και πόνο.
Βαρέθηκε τη ζωή και παρακαλούσε το Θεό να τον πάρει κοντά του να πάψει να πονεί και να στεναχωριέται. Βαρέθηκε να ζει αφού δεν είχε πλέον ένα σκοπό, δεν είχε δίπλα του κανέναν εκτός από τη μοναξιά του, αυτή τη μοναξιά που σμπαραλιάζει τις  αντοχές και σπάζει τα νεύρα προκαλώντας ατελείωτο στρες στο μυαλό, στην καρδιά, στην ψυχή.
Μαζί με τη γυναίκα του, θυμάται, πόση χαρά ένιωθαν όταν σε κάποιες γιορτές έρχονταν τα παιδιά τους με τα εγγόνια τους και γέμιζε χαρούμενες φωνές η αυλή και η πλάση γύρω. Έστρωναν το μεγάλο τραπέζι και κάθονταν όλοι και ήταν όλα χαρά Θεού. Θυμάται τα εγγόνια του να τον περιτριγυρίζουν και αυτός ως ο καλός παππούς, ήταν ο αγαπημένος ήρωας τους. Τους έλεγε πάντα ναι, ότι και να του ζητούσαν. Όταν ακόμα καμιά φορά η γιαγιά τους έλεγε όχι, αυτός κρυφά τους έκανε τα χατίρια. Θυμάται ακόμα τα παιδιά να μαλώνουν με τους γονείς, αλλά με αυτόν καμιά φορά. Όλο τον άκουγαν και όλο τον αγαπούσαν.
Όμως πάνε εκείνες οι εποχές, πάει η σύζυγος του, τα παιδιά του τράβηξαν τον δρόμο τους, και αυτός έμεινε εδώ,  μοναχός στην έρμη μοναξιά του και στην μεγάλη του στεναχώρια.

Μέσα σε αυτές τις κακές σκέψεις μια μέρα, χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε και μόλις άκουσε τη φωνή, το πρόσωπο του αναγάλλιασε, και ένα χαμογέλιο άνθισε στο πικραμένο του χείλι. Στην άκρια της γραμμής ήταν ο εγγονός του που είχε το όνομα του, και χαρούμενα τον ρώτησε τι κάνει και του είπε πως τον πεθύμησε, και πως θα ερχόταν στο χωριό να κάμει μαζί του το φετινό καλοκαίρι.
Οι επόμενες μέρες ήσαν γεμάτες και πυρετώδεις για τον γεράκο. Καθάρισε το σπίτι από γωνιάς, κλάδεψε τα δένδρα στην αυλή, καθάρισε τα αγριόχορτα, ασβέστωσε  το σπίτι και μπογιάτισε τις πόρτες. Χωρίς να έχει βαριεστιμάρα πλέον, με νέα πνοή και όρεξη στρώθηκε στη δουλειά και γεμάτος προσμονή περίμενε την επίσκεψη του αγαπημένου του εγγονού.
Και όταν τα απογεύματα κουρασμένος έγερνε στην παλιά αναπαυτική να ξεκουραστεί, σκεφτόταν πόση χαρά προκαλούν στους γέρους τα αγαπημένα τους πρόσωπα και πόσο εύκολα γεμίζουν την ζωή τους διώχνοντας πέρα την σκληρή μοναξιά  που μόνο θλίψη και κατάθλιψη τους προκαλεί. 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ


ΤΑ ΑΥΓΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΛΑΘΙΑ

Μια φορά παλιά έναν καιρό ήταν ένα παλληκάρι που αποφάσισε να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί. Κάθισε με τη μάνα του λοιπόν, και σκέφτηκαν όλες τις κοπέλες του χωριού και των περιχώρων, για να βρουν ποια από όλες άρμοζε στον κανακάρη.

Τις παλιές εποχές οι γαμπροί ήσαν περιζήτητοι και για να καταλήξει ένα συνοικέσιο, εξαρτιόταν κατά μέγα μέρος από την προίκα που θα είχε η νύφη.
Η προίκα ήταν ένας θεσμός, ένα έθιμο κατά το οποίο η οικογένεια παραχωρούσε περιουσία στη νύφη που θα παντρευόταν, και προϋπήρχε από τα αρχαία χρόνια. Ήταν ένα έγγραφο γάμου ενυπόγραφο που ονομαζόταν προικοσύμφωνο και σε αυτό αναγραφόταν η προίκα της νύφης.
Οι γονείς προσπαθούσαν από τα μικρά χρόνια κάθε κόρης μέχρι να την λογιάσουν, να της ετοιμάσουν την προίκα ώστε πόσο μεγάλη θα ήταν, να βρουν τον ανάλογο γαμπρό. Η προίκα αποτελείτο από χωράφια, σπίτια, χρήματα, ζώα, δένδρα, πηγάδια, χρυσαφικά και ασημικά.

-Μάνα, της λέει το παλληκάρι, η γειτονοπούλα μας είναι όμορφη και την αγαπώ πολύ, θα ήθελα να την ζητήσουμε.
-Όχι γιέ μου, αυτή είναι φτωχή, δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Μπορεί να την αγαπάς, αλλά με την αγάπη μόνο, το στομάχι δεν γεμίζει. Αλλά αντιθέτως στο διπλανό χωριό ζει μια κοπέλα από μεγάλο σόι και διαθέτει μεγάλη προίκα. Έχει πολλά χωράφια και μισταρκούς που τα δουλεύουν, και αν εσύ την πάρεις, θα γίνεις άρχοντας. Είσαι πολύ όμορφος και δουλευταράς,και είμαι σίγουρη πως ο πατέρας της με χαρά θα σε ήθελε για γαμπρό του.

Στο νέο άρεσαν τα λόγια της μάνας του, και σκέφτηκε πως με τόσα μάλια, ίσως εύκολα θα ξεχνούσε την αγάπη που είχε για τη γειτονοπούλα του. Είπε στη μάνα του πως δεν έχει αντίρρηση να την δει, και μετά να αποφασίσει.

Όταν όμως την αντίκρισε, ένας κόμπος έδεσε την καρδιά του καθώς ήταν κακάσχημη, κοντή και με καμπούρα. Αποφάσισε πως δεν την ήθελε, αλλά η μάνα του με λόγια προσπάθησε να τον πείσει πως αξία περισσότερη από την ομορφιά είχαν τα χρήματα. Του είπε πολλά, του τα έλεγε κάθε μέρα, και προσπαθούσε να τον πείσει.
Το παλληκάρι έπεσε σε σκέψεις. Από τη μια σκεφτόταν την αγάπη που είχε στην καρδιά και την μιζέρια της φτώχειας την οποία θα διαβιούσε ένεκα αυτής, από την άλλη σκεφτόταν τα πολλά πλούτη και την κοινωνική θέση που θα αποκτούσε. Έπεσε σε μεγάλο δίλημμα. Δεν μπορούσε να αποφασίσει και ζητούσε χρόνο να σκεφτεί καλά, διότι αφορούσε τον υπόλοιπο βίο της ζωής το, εξηγούσε στη μάνα του. Αν παντρευόταν την όμορφη θα ζούσε στις αγκάλες της πελάγη ευτυχίας αλλά μια φτωχή ζωή, αν παντρευόταν την άσχημη θα ήταν δυστυχισμένος από αγάπη, αλλά μεγάλος άρχοντας και με πλούσια ζωή .

Οι μέρες περνούσαν και το παλληκάρι δεν μπορούσε να αποφασίσει γιατί το δίλημμα ήταν μεγάλο, καθώς επιθυμούσε να έχει και την όμορφη κόρη, αλλά και τα μεγάλα πλούτη.
Οι μέρες έγιναν μήνες, έγιναν χρόνια, απόφαση όμως δεν μπορούσε να πάρει. Στο τέλος οι νύφες παντρεύτηκαν άλλους, και αυτός απόμεινε ανύπαντρος και μαγκούφης. Έχασε τα αυγά, έχασε και τα καλάθια.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ